ενδεκαπλάσιος

ενδεκαπλάσιος
-ια, -ιο
ένδεκα φορές περισσότερος ή μεγαλύτερος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ενδεκαπλούς — ή, ούν 1. αυτός που αποτελείται από ένδεκα μέρη 2. ενδεκαπλάσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”